- γλωσσοκάτοχο
- το (Α γλωσσοκάτοχον, το και γλωσσοκάτοχος, -ον)το ουδ. ως ουσ. ειδική χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η γλώσσα και έλκεται προς τα έξω κατά τη γενική νάρκωσηαρχ.επίθ. αυτός που συγκρατεί τη γλώσσα του, που ελέγχει αυτά που λέει.
Dictionary of Greek. 2013.