γλωσσοκάτοχο

γλωσσοκάτοχο
το (Α γλωσσοκάτοχον, το και γλωσσοκάτοχος, -ον)
το ουδ. ως ουσ. ειδική χειρουργική λαβίδα με την οποία συγκρατείται η γλώσσα και έλκεται προς τα έξω κατά τη γενική νάρκωση
αρχ.
επίθ. αυτός που συγκρατεί τη γλώσσα του, που ελέγχει αυτά που λέει.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλωσσοελκυστήριος — ια, ιο φρ. «γλωσσοελκυστήρια λαβίδα» το γλωσσοκάτοχο …   Dictionary of Greek

  • γλωσσολαβή — και γλωσσολαβίδα, η το γλωσσοκάτοχο …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”